Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
τρίχιον
τριχίς
τριχισμός
τριχόβρως
τριχόδεσμος
τριχοειδής
τριχόθεν
τριχοίνικος
τριχοκόλλημα
τριχοκόμος
τριχοκοσμητής
τριχολάβιον
τριχολαβίς
τριχολογέω
τριχόλωτος
τριχόμαλλος
τριχομανές
τριχομάχιον
τρίχοον
τριχοποιέω
τρίχορδος
View word page
τριχοκοσμητής
τρῐχο-κοσμητής
,
οῦ
,
ὁ
,
A).
hairdresser,
Id. s.v.
κεροπλάστης.
ShortDef
hairdresser
Debugging
Headword:
τριχοκοσμητής
Headword (normalized):
τριχοκοσμητής
Headword (normalized/stripped):
τριχοκοσμητης
IDX:
105410
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-105411
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τρῐχο-κοσμητής</span>, <span class="itype greek">οῦ</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">hairdresser,</span> Id. s.v. <span class="ref greek">κεροπλάστης.</span> </div> </div><br><br>'}