Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τρίχινος
τρίχιον
τριχίς
τριχισμός
τριχόβρως
τριχόδεσμος
τριχοειδής
τριχόθεν
τριχοίνικος
τριχοκόλλημα
τριχοκόμος
τριχοκοσμητής
τριχολάβιον
τριχολαβίς
τριχολογέω
τριχόλωτος
τριχόμαλλος
τριχομανές
τριχομάχιον
τρίχοον
τριχοποιέω
View word page
τριχοκόμος
τρῐχο-κόμος· τριχῶν ἐπιμελούμενος, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τριχοκόμος
Headword (normalized):
τριχοκόμος
Headword (normalized/stripped):
τριχοκομος
IDX:
105409
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-105410
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τρῐχο-κόμος·</span> <span class="foreign greek">τριχῶν ἐπιμελούμενος,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}