Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
τρίχαλος
τρίχαπτος
τριχάρακτος
τριχάς
τριχαστός
τριχέα
τρίχειλος
τρίχειρ
τριχῆ
τριχήλαβον
τριχήν
τριχθά
τριχθάδιος
τριχία
τριχίας
τριχίασις
τριχιάω
τριχίδιον
τρίχινος
τρίχιον
τριχίς
View word page
τριχήν
τριχήν·
τρικόρυφον,
Hsch.
(fort.
τρίχη<λο>ν
).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
τριχήν
Headword (normalized):
τριχήν
Headword (normalized/stripped):
τριχην
IDX:
105391
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-105392
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τριχήν·</span> <span class="foreign greek">τρικόρυφον,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (fort. <span class="foreign greek">τρίχη<λο>ν</span>).</div><br><br>'}