Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τριχάϊκες
τρίχακτον
τριχάλεπτος
τριχαλκία
τρίχαλκον
τρίχαλος
τρίχαπτος
τριχάρακτος
τριχάς
τριχαστός
τριχέα
τρίχειλος
τρίχειρ
τριχῆ
τριχήλαβον
τριχήν
τριχθά
τριχθάδιος
τριχία
τριχίας
τριχίασις
View word page
τριχέα
τριχέα,
A). v. τροχιά.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τριχέα
Headword (normalized):
τριχέα
Headword (normalized/stripped):
τριχεα
IDX:
105386
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-105387
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τριχέα</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">τροχιά.</span> </div> </div><br><br>'}