Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τριττυαρχέω
τριττύαρχος
τριττύς
τριτώ
τριτῳδέομαι
Τρίτων
Τριτωνιὰς
Τριτώνιος
Τριτωνίς
Τριτωνίσκος
τριυίωνος
τριύφαντος
τριφαλαγγία
τριφάλεια
τριφάλης
τρίφαλλος
τριφάσιος
τρίφατος
τρίφθογγος
τριφίλητος
τριφορέω
View word page
τριυίωνος
τρῐ-υίωνος, ,
A). = τριέγγονος , trinepos, Gloss.


ShortDef

trinepos

Debugging

Headword:
τριυίωνος
Headword (normalized):
τριυίωνος
Headword (normalized/stripped):
τριυιωνος
IDX:
105352
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-105353
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τρῐ-υίωνος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">τριέγγονος</span> , <span class="tr" style="font-weight: bold;">trinepos,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}