Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Τριτοπατέρες
Τριτοπατρῆς
Τριτοπάτωρ
τριτοπηλίς
τρίτος
τριτόσπονδος
τριτόσπορος
τριτοστάτης
τρίτρα
τρίττοια
τριττός
τριττύᾱ
τριττυαρχέω
τριττύαρχος
τριττύς
τριτώ
τριτῳδέομαι
Τρίτων
Τριτωνιὰς
Τριτώνιος
Τριτωνίς
View word page
τριττός
τριττός, , όν, Att. for τρισσός.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τριττός
Headword (normalized):
τριττός
Headword (normalized/stripped):
τριττος
IDX:
105340
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-105341
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τριττός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, Att. for <span class="foreign greek">τρισσός.</span> </div><br><br>'}