Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τρίτονος
Τριτοπατέρες
Τριτοπατρῆς
Τριτοπάτωρ
τριτοπηλίς
τρίτος
τριτόσπονδος
τριτόσπορος
τριτοστάτης
τρίτρα
τρίττοια
τριττός
τριττύᾱ
τριττυαρχέω
τριττύαρχος
τριττύς
τριτώ
τριτῳδέομαι
Τρίτων
Τριτωνιὰς
Τριτώνιος
View word page
τρίττοια
τρίττοια,
A). v. τριττύα.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τρίττοια
Headword (normalized):
τρίττοια
Headword (normalized/stripped):
τριττοια
IDX:
105339
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-105340
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τρίττοια</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">τριττύα.</span> </div> </div><br><br>'}