Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
Τριτογενής
τριτοκέω
τριτοκούρη
τριτολογέω
τριτομηνίς
τρίτομος
τρίτονος
Τριτοπατέρες
Τριτοπατρῆς
Τριτοπάτωρ
τριτοπηλίς
τρίτος
τριτόσπονδος
τριτόσπορος
τριτοστάτης
τρίτρα
τρίττοια
τριττός
τριττύᾱ
τριττυαρχέω
τριττύαρχος
View word page
τριτοπηλίς
τριτοπηλίς·
σκορόδων δέσμη, ἀπὸ τοῦ πεπιλῆσθαι καὶ συνεστράφθαι,
Hsch.
(v.
τρόπαλις
).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
τριτοπηλίς
Headword (normalized):
τριτοπηλίς
Headword (normalized/stripped):
τριτοπηλις
IDX:
105333
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-105334
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τριτοπηλίς·</span> <span class="foreign greek">σκορόδων δέσμη, ἀπὸ τοῦ πεπιλῆσθαι καὶ συνεστράφθαι,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (v. <span class="foreign greek">τρόπαλις</span>).</div><br><br>'}