Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀντιστήριγμα
ἀντιστηριγμός
ἀντιστηρίζω
ἀντιστίλβω
ἀντιστοιχείωσις
ἀντιστοιχέω
ἀντιστοιχία
ἀντίστοιχος
ἀντίστομος
ἀντιστοπέννυμλ
ἀντιστοχαστικός
ἀντιστρατεύομαι
ἀντιστρατηγέω
ἀντιστρατήγησις
ἀντιστράτηγος
ἀντιστρατιώτης
ἀντιστρατοπεδεία
ἀντιστρατοπέδευσις
ἀντιστρατοπεδεύω
ἀντιστπεπτέος
ἀντίστπεπτος
View word page
ἀντιστοχαστικός
ἀντιστοχαστικός, , όν,
A). conjecturing in turn, Sch. D. 8.17 .


ShortDef

conjecturing in turn

Debugging

Headword:
ἀντιστοχαστικός
Headword (normalized):
ἀντιστοχαστικός
Headword (normalized/stripped):
αντιστοχαστικος
IDX:
10532
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-10533
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀντιστοχαστικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">conjecturing in turn,</span> Sch.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0014.tlg008.perseus-grc1:17" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0014.tlg008.perseus-grc1:17/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">D.</span> 8.17 </a>.</div> </div><br><br>'}