Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τριτημέρη
τριτημοριαῖος
τριτημόριος
τριτημορίς
τριτήμορον
τριτίρενες
τριτοβάμων
Τριτογένεια
Τριτογενής
τριτοκέω
τριτοκούρη
τριτολογέω
τριτομηνίς
τρίτομος
τρίτονος
Τριτοπατέρες
Τριτοπατρῆς
Τριτοπάτωρ
τριτοπηλίς
τρίτος
τριτόσπονδος
View word page
τριτοκούρη
τριτοκούρη· ᾗ πάντα συντετέλεσται τὰ εἰς γάμους· τινὲς δὲ γνησία παρθένος, Hsch.; cf. τρητοκουρήτας.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τριτοκούρη
Headword (normalized):
τριτοκούρη
Headword (normalized/stripped):
τριτοκουρη
IDX:
105325
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-105326
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τριτοκούρη·</span> <span class="foreign greek">ᾗ πάντα συντετέλεσται τὰ εἰς γάμους· τινὲς δὲ γνησία παρθένος,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>; cf. <span class="foreign greek">τρητοκουρήτας.</span> </div><br><br>'}