Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τριταρτημόριον
τρίτατος
τριτάω
τριτεῖα
τρϊτεία
τρίτειχος
τρίτευμα
τριτεύς
τριτευτής
τριτεύω
τριτημέρη
τριτημοριαῖος
τριτημόριος
τριτημορίς
τριτήμορον
τριτίρενες
τριτοβάμων
Τριτογένεια
Τριτογενής
τριτοκέω
τριτοκούρη
View word page
τριτημέρη
τριτημέρη, τριτημέρᾳ,
A). v. τριθημέρῃ.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τριτημέρη
Headword (normalized):
τριτημέρη
Headword (normalized/stripped):
τριτημερη
IDX:
105315
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-105316
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τριτημέρη</span>, <span class="orth greek">τριτημέρᾳ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">τριθημέρῃ.</span> </div> </div><br><br>'}