Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
τριταῖος
τριταιοφυής
τριταλαντιαῖος
τριτάλαντος
τριτάλας
τριτάνυστος
τριταρτημόριον
τρίτατος
τριτάω
τριτεῖα
τρϊτεία
τρίτειχος
τρίτευμα
τριτεύς
τριτευτής
τριτεύω
τριτημέρη
τριτημοριαῖος
τριτημόριος
τριτημορίς
τριτήμορον
View word page
τρϊτεία
τρϊτεία
,
ἡ
,
A).
office of
τριτευτής,
IGRom.
4.414
(Pergam.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
τρϊτεία
Headword (normalized):
τρϊτεία
Headword (normalized/stripped):
τριτεια
IDX:
105309
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-105310
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τρϊτεία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">office of</span> <span class="foreign greek">τριτευτής,</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IGRom.</span> 4.414 </span> (Pergam.).</div> </div><br><br>'}