ἀγχίστροφος
ἀγχί-στροφος, ον,
A). turning closely, quick-swooping, ἰκτῖνος . 1261
2). quick-changing, changeable, ἀγχίστροφα βουλεύεσθαι ; 7.13 ἀ. μεταβολή sudden change, ; 2.53 ἀστάθμητον πρᾶγμα εὐτυχία καὶ ἀ. :—Rhet., 4.23 τὸ ἀ. rapidity of transition, ; 27.3 ἁρμονία ἀ. περὶ τὰς πτώσεις a style flexible in the use of the cases, Comp. 22 . Adv. -φως . 22.1