Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τρισύλλαβος
τρισύνθετος
τρίσφυλλον
τρισχημάτιστος
τρίσχημος
τρισχιδής
τρισχιλιέτης
τρισχίλιοι
τρισχιλιοστός
τρισχιλιοτρισμύριοι
τρισχιλιοφόρος
τρίσχιστος
τρίσχοινος
τρισώματος
τρίσωμος
τριταγωνιστέω
τριταγωνιστής
τριταΐζω
τριταϊκός
τριταιογενής
τριταῖος
View word page
τρισχιλιοφόρος
τρισχῑλιο-φόρος, ον,
A). holding three thousand (measures), ὁλκάδες D.H. 3.44 .


ShortDef

holding three thousand (measures

Debugging

Headword:
τρισχιλιοφόρος
Headword (normalized):
τρισχιλιοφόρος
Headword (normalized/stripped):
τρισχιλιοφορος
IDX:
105289
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-105290
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τρισχῑλιο-φόρος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">holding three thousand (measures</span>), <span class="quote greek">ὁλκάδες</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0081.tlg001:3:44" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0081.tlg001:3.44/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">D.H.</span> 3.44 </a> .</div> </div><br><br>'}