Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τρίστιχος
τριστοιχί
τρίστοιχος
τρίστομος
τρίστοος
τρίστροφος
τρισυλλαβέω
τρισυλλαβία
τρισύλλαβος
τρισύνθετος
τρίσφυλλον
τρισχημάτιστος
τρίσχημος
τρισχιδής
τρισχιλιέτης
τρισχίλιοι
τρισχιλιοστός
τρισχιλιοτρισμύριοι
τρισχιλιοφόρος
τρίσχιστος
τρίσχοινος
View word page
τρίσφυλλον
τρίς-φυλλον, τό, poet. for τρίφυλλον, Nic. Th. 520 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τρίσφυλλον
Headword (normalized):
τρίσφυλλον
Headword (normalized/stripped):
τρισφυλλον
IDX:
105281
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-105282
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τρίς-φυλλον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, poet. for <span class="foreign greek">τρίφυλλον,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0022.tlg001:520" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0022.tlg001:520/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Nic.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Th.</span> 520 </a>.</div><br><br>'}