Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τριστάσιος
τριστάτηρος
τριστάτης
τρίστεγος
τριστέταρτον
τριστιχία
τρίστιχος
τριστοιχί
τρίστοιχος
τρίστομος
τρίστοος
τρίστροφος
τρισυλλαβέω
τρισυλλαβία
τρισύλλαβος
τρισύνθετος
τρίσφυλλον
τρισχημάτιστος
τρίσχημος
τρισχιδής
τρισχιλιέτης
View word page
τρίστοος
τρί-στοος, ον,
A). possessing a triple colonnade, IGRom. 4.662 (Acmonia).


ShortDef

possessing a triple colonnade

Debugging

Headword:
τρίστοος
Headword (normalized):
τρίστοος
Headword (normalized/stripped):
τριστοος
IDX:
105275
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-105276
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τρί-στοος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">possessing a triple colonnade,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">IGRom.</span> 4.662 </span> (Acmonia).</div> </div><br><br>'}