Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
τρισσός
τρισσόω
τριστάδιος
τρίσταθμος
τριστάσιος
τριστάτηρος
τριστάτης
τρίστεγος
τριστέταρτον
τριστιχία
τρίστιχος
τριστοιχί
τρίστοιχος
τρίστομος
τρίστοος
τρίστροφος
τρισυλλαβέω
τρισυλλαβία
τρισύλλαβος
τρισύνθετος
τρίσφυλλον
View word page
τρίστιχος
τρί-στῐχος
,
ον
,
A).
=
τρίστοιχος, κριθαί
three-row
barley,
Placit.
5.10.2
.
ShortDef
three-row
Debugging
Headword:
τρίστιχος
Headword (normalized):
τρίστιχος
Headword (normalized/stripped):
τριστιχος
IDX:
105271
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-105272
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τρί-στῐχος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">τρίστοιχος, κριθαί</span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">three-row</span> barley, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Placit.</span> 5.10.2 </span>.</div> </div><br><br>'}