Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τρίσσοθεν
τρισσοκέφαλος
τρισσός
τρισσόω
τριστάδιος
τρίσταθμος
τριστάσιος
τριστάτηρος
τριστάτης
τρίστεγος
τριστέταρτον
τριστιχία
τρίστιχος
τριστοιχί
τρίστοιχος
τρίστομος
τρίστοος
τρίστροφος
τρισυλλαβέω
τρισυλλαβία
τρισύλλαβος
View word page
τριστέταρτον
τριστέταρτον, τό, dub. in PFlor. 50.57 (iii A. D.), where ἀρούρας τρεῖς τριστέταρτον is prob. an error for ἀ. τρεῖς τέταρτον.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τριστέταρτον
Headword (normalized):
τριστέταρτον
Headword (normalized/stripped):
τριστεταρτον
IDX:
105269
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-105270
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τριστέταρτον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, dub. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PFlor.</span> 50.57 </span> (iii A. D.), where <span class="foreign greek">ἀρούρας τρεῖς τριστέταρτον</span> is prob. an error for <span class="foreign greek">ἀ. τρεῖς τέταρτον.</span> </div><br><br>'}