Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τρισμύριοι
τρισμυριόπαλαι
τρισμυριοπλασίων
τρισνέατος
τρισοιζυρός
τρισόλβιος
τρισολυμπιονίκης
τρισοῦφος
τρίσοφος
τρίσπαστος
τρισπερίοδος
τρίσπερμον
τρισπίθαμος
τρισπόλιον
τρίσπονδος
τρισπυθιονίκης
τρισσάκις
τρισσάτιος
τρισσαχῆ
τρισσεύω
τρισσόζωος
View word page
τρισπερίοδος
τρισπερίοδος, ,
A). thrice a περιοδονίκης (q. v.), κῆρυξ Inscr.Olymp. 243 (iii A. D.).


ShortDef

thrice a περιοδονίκης

Debugging

Headword:
τρισπερίοδος
Headword (normalized):
τρισπερίοδος
Headword (normalized/stripped):
τρισπεριοδος
IDX:
105248
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-105249
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τρισπερίοδος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">thrice a</span> <span class="foreign greek">περιοδονίκης</span> (q. v.), <span class="quote greek">κῆρυξ</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Inscr.Olymp.</span> 243 </span> (iii A. D.).</div> </div><br><br>'}