Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τρισμακάριος
τρισμακάριστος
τρισμακαρίτης
τρισμάκαρος
τρίσμεγας
τρισμέγιστος
τρισμός
τρισμύριοι
τρισμυριόπαλαι
τρισμυριοπλασίων
τρισνέατος
τρισοιζυρός
τρισόλβιος
τρισολυμπιονίκης
τρισοῦφος
τρίσοφος
τρίσπαστος
τρισπερίοδος
τρίσπερμον
τρισπίθαμος
τρισπόλιον
View word page
τρισνέατος
τρις-νέᾰτος, η, ον, dub. in Cratin. 134 ; cf. νεάτη, παρανήτη.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τρισνέατος
Headword (normalized):
τρισνέατος
Headword (normalized/stripped):
τρισνεατος
IDX:
105241
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-105242
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τρις-νέᾰτος</span>, <span class="itype greek">η</span>, <span class="itype greek">ον</span>, dub. in <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0434.tlg001:134" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0434.tlg001:134/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Cratin.</span> 134 </a>; cf. <span class="foreign greek">νεάτη, παρανήτη.</span> </div><br><br>'}