Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τρισκοπάνιστος
τρίσλοπος
τρίσμα
τρίσμακαρ
τρισμακάριος
τρισμακάριστος
τρισμακαρίτης
τρισμάκαρος
τρίσμεγας
τρισμέγιστος
τρισμός
τρισμύριοι
τρισμυριόπαλαι
τρισμυριοπλασίων
τρισνέατος
τρισοιζυρός
τρισόλβιος
τρισολυμπιονίκης
τρισοῦφος
τρίσοφος
τρίσπαστος
View word page
τρισμός
τρισμός,
A). v. τριγμός.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τρισμός
Headword (normalized):
τρισμός
Headword (normalized/stripped):
τρισμος
IDX:
105237
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-105238
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τρισμός</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">τριγμός.</span> </div> </div><br><br>'}