Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τρισκεκορημένος
τρισκελής
τρισκελίς
τρισκοπάνιστος
τρίσλοπος
τρίσμα
τρίσμακαρ
τρισμακάριος
τρισμακάριστος
τρισμακαρίτης
τρισμάκαρος
τρίσμεγας
τρισμέγιστος
τρισμός
τρισμύριοι
τρισμυριόπαλαι
τρισμυριοπλασίων
τρισνέατος
τρισοιζυρός
τρισόλβιος
τρισολυμπιονίκης
View word page
τρισμάκαρος
τρις-μάκᾰρος, ον,
A). = τρίσμακαρ , IG 14.2258 (τρὶς μάκαρος is prob.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τρισμάκαρος
Headword (normalized):
τρισμάκαρος
Headword (normalized/stripped):
τρισμακαρος
IDX:
105234
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-105235
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τρις-μάκᾰρος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">τρίσμακαρ</span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 14.2258 </span> (<span class="foreign greek">τρὶς μάκαρος</span> is prob.).</div> </div><br><br>'}