Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τρισκαιδεκάκις
τρισκακοδαίμων
τρίσκαλμος
τρισκατάπτυστος
τρισκατάρατος
τρισκεκορημένος
τρισκελής
τρισκελίς
τρισκοπάνιστος
τρίσλοπος
τρίσμα
τρίσμακαρ
τρισμακάριος
τρισμακάριστος
τρισμακαρίτης
τρισμάκαρος
τρίσμεγας
τρισμέγιστος
τρισμός
τρισμύριοι
τρισμυριόπαλαι
View word page
τρίσμα
τρίσμα, ατος, τό,
A). = τριγμός , creaking of olive plants rubbing together, Sch. Aristid. 3p.78Dind.


ShortDef

creaking

Debugging

Headword:
τρίσμα
Headword (normalized):
τρίσμα
Headword (normalized/stripped):
τρισμα
IDX:
105229
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-105230
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τρίσμα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">τριγμός</span> , <span class="tr" style="font-weight: bold;">creaking</span> of olive plants rubbing together, Sch.<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Aristid.</span> 3p.78Dind. </span> </div> </div><br><br>'}