Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τρισευδαίμων
τρίσεφθος
τρισέχθιστος
τρισέωλος
τρισήμερος
τρίσημος
τρισκαίδεκα
τρισκαιδεκάκις
τρισκακοδαίμων
τρίσκαλμος
τρισκατάπτυστος
τρισκατάρατος
τρισκεκορημένος
τρισκελής
τρισκελίς
τρισκοπάνιστος
τρίσλοπος
τρίσμα
τρίσμακαρ
τρισμακάριος
τρισμακάριστος
View word page
τρισκατάπτυστος
τρις-κατάπτυστος, ον,
A). thrice-abominable, Poll. 6.165 .


ShortDef

thrice-abominable

Debugging

Headword:
τρισκατάπτυστος
Headword (normalized):
τρισκατάπτυστος
Headword (normalized/stripped):
τρισκαταπτυστος
IDX:
105222
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-105223
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τρις-κατάπτυστος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">thrice-abominable,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:6:165" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:6.165/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Poll.</span> 6.165 </a>.</div> </div><br><br>'}