Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀντιστασιαστής
ἀντιστάσιμος
ἀντιστάσιος
ἀντίστασις
ἀντιστασιώτης
ἀντιστατέον
ἀντιστατέω
ἀντιστάτης
ἀντιστατικός
ἀντίστεπνον
ἀντιστήκω
ἀντιστήριγμα
ἀντιστηριγμός
ἀντιστηρίζω
ἀντιστίλβω
ἀντιστοιχείωσις
ἀντιστοιχέω
ἀντιστοιχία
ἀντίστοιχος
ἀντίστομος
ἀντιστοπέννυμλ
View word page
ἀντιστήκω
ἀντιστήκω,
A). = ἀνθίσταμαι , Hsch. s.v. ἀντεξάγω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀντιστήκω
Headword (normalized):
ἀντιστήκω
Headword (normalized/stripped):
αντιστηκω
IDX:
10521
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-10522
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀντιστήκω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἀνθίσταμαι</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">ἀντεξάγω.</span> </div> </div><br><br>'}