Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
τρισεξάγιστος
τρισεξώλης
τρισέπαρχος
τρισεπιβάρβαρος
τρισευδαίμων
τρίσεφθος
τρισέχθιστος
τρισέωλος
τρισήμερος
τρίσημος
τρισκαίδεκα
τρισκαιδεκάκις
τρισκακοδαίμων
τρίσκαλμος
τρισκατάπτυστος
τρισκατάρατος
τρισκεκορημένος
τρισκελής
τρισκελίς
τρισκοπάνιστος
τρίσλοπος
View word page
τρισκαίδεκα
τρις-καίδεκα
and compds.,
A).
v.
τρεισκαίδεκα
and compds.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
τρισκαίδεκα
Headword (normalized):
τρισκαίδεκα
Headword (normalized/stripped):
τρισκαιδεκα
IDX:
105218
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-105219
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τρις-καίδεκα</span> and compds., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">τρεισκαίδεκα</span> and compds.</div> </div><br><br>'}