Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τρισάωρος
τρισβδέλυρος
τρισδείλαιος
τρισδύστηνος
τρισεινάς
τρισέληνος
τρισέλικτος
τρισεξάγιστος
τρισεξώλης
τρισέπαρχος
τρισεπιβάρβαρος
τρισευδαίμων
τρίσεφθος
τρισέχθιστος
τρισέωλος
τρισήμερος
τρίσημος
τρισκαίδεκα
τρισκαιδεκάκις
τρισκακοδαίμων
τρίσκαλμος
View word page
τρισεπιβάρβαρος
τρῐς-επιβάρβᾰρος, ον,
A). thrice-barbarous, Tz. H. 10.72 .


ShortDef

thrice-barbarous

Debugging

Headword:
τρισεπιβάρβαρος
Headword (normalized):
τρισεπιβάρβαρος
Headword (normalized/stripped):
τρισεπιβαρβαρος
IDX:
105211
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-105212
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τρῐς-επιβάρβᾰρος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">thrice-barbarous,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg9022.tlg001:10:72" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg9022.tlg001:10.72/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Tz.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">H.</span> 10.72 </a>.</div> </div><br><br>'}