Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τρισατ]υχής
τρισάωρος
τρισβδέλυρος
τρισδείλαιος
τρισδύστηνος
τρισεινάς
τρισέληνος
τρισέλικτος
τρισεξάγιστος
τρισεξώλης
τρισέπαρχος
τρισεπιβάρβαρος
τρισευδαίμων
τρίσεφθος
τρισέχθιστος
τρισέωλος
τρισήμερος
τρίσημος
τρισκαίδεκα
τρισκαιδεκάκις
τρισκακοδαίμων
View word page
τρισέπαρχος
τρῐς-έπαρχος, ,
A). thrice an ἔπαρχος, i.e. Praefectus Urbis, AP 9.697 .


ShortDef

thrice an ἔπαρχος

Debugging

Headword:
τρισέπαρχος
Headword (normalized):
τρισέπαρχος
Headword (normalized/stripped):
τρισεπαρχος
IDX:
105210
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-105211
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τρῐς-έπαρχος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">thrice an</span> <span class="foreign greek">ἔπαρχος,</span> i.e. <span class="tr" style="font-weight: bold;">Praefectus Urbis,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">AP</span> 9.697 </span>.</div> </div><br><br>'}