Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τρισάνθρωπος
τρισάποτμος
τρισαρειοπαγίτης
τρισάριθμος
τρισαριστεύς
τρισάσμενος
τρισατ]υχής
τρισάωρος
τρισβδέλυρος
τρισδείλαιος
τρισδύστηνος
τρισεινάς
τρισέληνος
τρισέλικτος
τρισεξάγιστος
τρισεξώλης
τρισέπαρχος
τρισεπιβάρβαρος
τρισευδαίμων
τρίσεφθος
τρισέχθιστος
View word page
τρισδύστηνος
τρῐς-δύστηνος, ον, = foreg., ib. 9.574 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τρισδύστηνος
Headword (normalized):
τρισδύστηνος
Headword (normalized/stripped):
τρισδυστηνος
IDX:
105204
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-105205
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τρῐς-δύστηνος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, = foreg., ib.<span class="bibl"> 9.574 </span>.</div><br><br>'}