Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τρίσαμος
τρισάνθρωπος
τρισάποτμος
τρισαρειοπαγίτης
τρισάριθμος
τρισαριστεύς
τρισάσμενος
τρισατ]υχής
τρισάωρος
τρισβδέλυρος
τρισδείλαιος
τρισδύστηνος
τρισεινάς
τρισέληνος
τρισέλικτος
τρισεξάγιστος
τρισεξώλης
τρισέπαρχος
τρισεπιβάρβαρος
τρισευδαίμων
τρίσεφθος
View word page
τρισδείλαιος
τρῐς-δείλαιος, ον,
A). = τρισάθλιος , AP 7.737 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τρισδείλαιος
Headword (normalized):
τρισδείλαιος
Headword (normalized/stripped):
τρισδειλαιος
IDX:
105203
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-105204
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τρῐς-δείλαιος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">τρισάθλιος</span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AP</span> 7.737 </span>.</div> </div><br><br>'}