Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τρισάλυπος
τρίσαμος
τρισάνθρωπος
τρισάποτμος
τρισαρειοπαγίτης
τρισάριθμος
τρισαριστεύς
τρισάσμενος
τρισατ]υχής
τρισάωρος
τρισβδέλυρος
τρισδείλαιος
τρισδύστηνος
τρισεινάς
τρισέληνος
τρισέλικτος
τρισεξάγιστος
τρισεξώλης
τρισέπαρχος
τρισεπιβάρβαρος
τρισευδαίμων
View word page
τρισβδέλυρος
τρῐς-βδέλῠρος, ον,
A). thrice-abominable, Suid. s.v. Διονυσίων σκωμμάτων.


ShortDef

thrice-abominable

Debugging

Headword:
τρισβδέλυρος
Headword (normalized):
τρισβδέλυρος
Headword (normalized/stripped):
τρισβδελυρος
IDX:
105202
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-105203
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τρῐς-βδέλῠρος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">thrice-abominable,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">Διονυσίων σκωμμάτων.</span> </div> </div><br><br>'}