Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τρίρριζος
τρίρρυθμος
τρίρρυμος
τρίς
τρισάθλιος
τρισάλαστος
τρισαλιτήριος
τρισάλυπος
τρίσαμος
τρισάνθρωπος
τρισάποτμος
τρισαρειοπαγίτης
τρισάριθμος
τρισαριστεύς
τρισάσμενος
τρισατ]υχής
τρισάωρος
τρισβδέλυρος
τρισδείλαιος
τρισδύστηνος
τρισεινάς
View word page
τρισάποτμος
τρῐς-άποτμος, ον,
A). = τρισάθλιος , AP 5.229 ( Paul.Sil.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τρισάποτμος
Headword (normalized):
τρισάποτμος
Headword (normalized/stripped):
τρισαποτμος
IDX:
105195
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-105196
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τρῐς-άποτμος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">τρισάθλιος</span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AP</span> 5.229 </span> (<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Paul.Sil.</span></span>).</div> </div><br><br>'}