Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τρίπυργος
τρίπωλος
τρίρριζος
τρίρρυθμος
τρίρρυμος
τρίς
τρισάθλιος
τρισάλαστος
τρισαλιτήριος
τρισάλυπος
τρίσαμος
τρισάνθρωπος
τρισάποτμος
τρισαρειοπαγίτης
τρισάριθμος
τρισαριστεύς
τρισάσμενος
τρισατ]υχής
τρισάωρος
τρισβδέλυρος
τρισδείλαιος
View word page
τρίσαμος
τρί-σᾱμος, ον, Dor. for τρίσημος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τρίσαμος
Headword (normalized):
τρίσαμος
Headword (normalized/stripped):
τρισαμος
IDX:
105193
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-105194
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τρί-σᾱμος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, Dor. for <span class="foreign greek">τρίσημος.</span> </div><br><br>'}