Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τρίπτερος
τριπτήρ
τριπτήριον
τρίπτης
Τριπτόλεμος
τριπτός
τρίπτρον
τριπτύς
τρίπτυχος
τρίπτωτος
τριπύλιος
τριπυλοειδής
τρίπυλον
τρίπυργος
τρίπωλος
τρίρριζος
τρίρρυθμος
τρίρρυμος
τρίς
τρισάθλιος
τρισάλαστος
View word page
τριπύλιος
τρι-πύλιος,
A). v. τριοδῖτις.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τριπύλιος
Headword (normalized):
τριπύλιος
Headword (normalized/stripped):
τριπυλιος
IDX:
105180
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-105181
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τρι-πύλιος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">τριοδῖτις.</span> </div> </div><br><br>'}