Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τρίπλαξ
τριπλασιάζω
τριπλασιεπιδιμερής
τριπλασιεπίπεμπτος
τριπλάσιος
τριπλασιότης
τριπλασίων
τρίπλεθρος
τριπλεκής
τρίπλευρος
τριπλῇ
τριπληγόνος
τριπλόη
τριπλοκία
τρίπλοκος
τριπλόος
τριπλόω
τρίπλωσις
τριποδαβάκιον
ἐπὶ2
τριπόδειος
View word page
τριπλῇ
τριπλῇ,
A). v. τριπλόος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τριπλῇ
Headword (normalized):
τριπλῇ
Headword (normalized/stripped):
τριπλη
IDX:
105132
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-105133
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τριπλῇ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">τριπλόος.</span> </div> </div><br><br>'}