Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀντισπόδιον
ἀντισπουδάζω
ἀντισπουδία
ἀντισταδιαῖος
ἀντισταθμάω
ἀντιστάθμησις
ἀντισταθμίζω
ἀντίσταθμος
ἀντιστασιάζω
ἀντιστασιαστής
ἀντιστάσιμος
ἀντιστάσιος
ἀντίστασις
ἀντιστασιώτης
ἀντιστατέον
ἀντιστατέω
ἀντιστάτης
ἀντιστατικός
ἀντίστεπνον
ἀντιστήκω
ἀντιστήριγμα
View word page
ἀντιστάσιμος
ἀντιστᾰ/ς-ιμος
,
ον
,
A).
sloping,
Anon.Alch.
p.26B.
ShortDef
sloping
Debugging
Headword:
ἀντιστάσιμος
Headword (normalized):
ἀντιστάσιμος
Headword (normalized/stripped):
αντιστασιμος
IDX:
10512
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-10513
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀντιστᾰ/ς-ιμος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">sloping,</span> Anon.Alch. <span class="bibl"> p.26B. </span> </div> </div><br><br>'}