Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τριπανάγορσις
τριπάνουργος
τρίπαππος
τριπάρθενος
τριπάροδος
τρίπατρος
τριπάτωρ
τριπάχυιος
τρίπεδος
τριπέδων
τρίπεζαν
τριπέμπελος
τριπενθημιμερής
τριπέρυσιν
τριπέτηλος
τριπετής
τρίπηδος
τρίπηχυς
τριπιθήκινος
τριπλανής
τριπλανήτης
View word page
τρίπεζαν
τρί-πεζαν· τὴν τράπεζαν, Βοιωτοί, Hsch. (v. τράπεζα fin.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τρίπεζαν
Headword (normalized):
τρίπεζαν
Headword (normalized/stripped):
τριπεζαν
IDX:
105111
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-105112
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τρί-πεζαν·</span> <span class="foreign greek">τὴν τράπεζαν, Βοιωτοί,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (v. <span class="foreign greek">τράπεζα</span> fin.).</div><br><br>'}