Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀντισπαστικός
ἀντίσπαστος
ἀντισπάω
ἀντισπεύδω
ἀντισπόδιον
ἀντισπουδάζω
ἀντισπουδία
ἀντισταδιαῖος
ἀντισταθμάω
ἀντιστάθμησις
ἀντισταθμίζω
ἀντίσταθμος
ἀντιστασιάζω
ἀντιστασιαστής
ἀντιστάσιμος
ἀντιστάσιος
ἀντίστασις
ἀντιστασιώτης
ἀντιστατέον
ἀντιστατέω
ἀντιστάτης
View word page
ἀντισταθμίζω
ἀντισταθμ-ίζω
,
A).
=
ἀντισηκόω
, Incert.
Jb.
28.19
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀντισταθμίζω
Headword (normalized):
ἀντισταθμίζω
Headword (normalized/stripped):
αντισταθμιζω
IDX:
10508
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-10509
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀντισταθμ-ίζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἀντισηκόω</span> , Incert.<span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Jb.</span> 28.19 </span>.</div> </div><br><br>'}