Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
τριοειδής
τρίοζος
τριοῖσι
τριολύμπιος
τριονία
τριοπηλίς
Τριόπιον
Τριοπικὸν
Τριόπιος
τριοπίς
τριόργυιος
τριόρχης
τρίορχος
τριοτό
τριοττίς
τριούγκιον
τριούμβουρα
τριοῦχος
τριόφθαλμος
τριπαγισμός
τριπαια
View word page
τριόργυιος
τρῐ-όργυιος
,
ον
,
A).
f. l. for
τριώρυγος
(q. v.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
τριόργυιος
Headword (normalized):
τριόργυιος
Headword (normalized/stripped):
τριοργυιος
IDX:
105083
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-105084
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τρῐ-όργυιος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> f. l. for <span class="ref greek">τριώρυγος</span> (q. v.).</div> </div><br><br>'}