Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
τριοδίτης
τριοδοντία
τριοδόντιον
τρίοδος
τριόδους
τριοειδής
τρίοζος
τριοῖσι
τριολύμπιος
τριονία
τριοπηλίς
Τριόπιον
Τριοπικὸν
Τριόπιος
τριοπίς
τριόργυιος
τριόρχης
τρίορχος
τριοτό
τριοττίς
τριούγκιον
View word page
τριοπηλίς
τριοπηλίς·
δέσμη σκορόδων,
Hsch.
(v.
τρόπαλις
).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
τριοπηλίς
Headword (normalized):
τριοπηλίς
Headword (normalized/stripped):
τριοπηλις
IDX:
105078
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-105079
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τριοπηλίς·</span> <span class="foreign greek">δέσμη σκορόδων,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (v. <span class="foreign greek">τρόπαλις</span>).</div><br><br>'}