Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τριοδήϊος
τριοδία
τριόδιον
τριοδίτης
τριοδοντία
τριοδόντιον
τρίοδος
τριόδους
τριοειδής
τρίοζος
τριοῖσι
τριολύμπιος
τριονία
τριοπηλίς
Τριόπιον
Τριοπικὸν
Τριόπιος
τριοπίς
τριόργυιος
τριόρχης
τρίορχος
View word page
τριοῖσι
τριοῖσι,
A). v. τρεῖς.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τριοῖσι
Headword (normalized):
τριοῖσι
Headword (normalized/stripped):
τριοισι
IDX:
105075
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-105076
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τριοῖσι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">τρεῖς.</span> </div> </div><br><br>'}