Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τρίνυκτον
τριξέλλας
τρίξεστον
τριξός
τρίξυλος
τριοβολιαῖος
τρίογδον
τριοδέομαι
τριοδήϊος
τριοδία
τριόδιον
τριοδίτης
τριοδοντία
τριοδόντιον
τρίοδος
τριόδους
τριοειδής
τρίοζος
τριοῖσι
τριολύμπιος
τριονία
View word page
τριόδιον
τρῐόδ-ιον, τό, = foreg., in gen. pl., AB 102 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τριόδιον
Headword (normalized):
τριόδιον
Headword (normalized/stripped):
τριοδιον
IDX:
105067
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-105068
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τρῐόδ-ιον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, = foreg., in gen. pl., <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AB</span> 102 </span>.</div><br><br>'}