Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
τρίμορφος
τρίμυξος
τρινακρία
τρίναξ
τρινήσαρχος
τρίνυκτον
τριξέλλας
τρίξεστον
τριξός
τρίξυλος
τριοβολιαῖος
τρίογδον
τριοδέομαι
τριοδήϊος
τριοδία
τριόδιον
τριοδίτης
τριοδοντία
τριοδόντιον
τρίοδος
τριόδους
View word page
τριοβολιαῖος
τριοβολιαῖος
,
τρῐ-ιμαῖος
, ff.ll. for
τριωβ-
(q. v.):
τριόβολον
,
τό
,
A).
=
τριώβολον
,
Sammelb.
7378.11
(ii A. D.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
τριοβολιαῖος
Headword (normalized):
τριοβολιαῖος
Headword (normalized/stripped):
τριοβολιαιος
IDX:
105062
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-105063
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τριοβολιαῖος</span>, <span class="orth greek">τρῐ-ιμαῖος</span>, ff.ll. for <span class="foreign greek">τριωβ-</span> (q. v.): <span class="orth greek">τριόβολον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">τριώβολον</span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Sammelb.</span> 7378.11 </span> (ii A. D.).</div> </div><br><br>'}