τρῖμμα
τρῖμμα, ατος, τό,(τρίβω)
II). a drink or brew prepared of pounded groats and spices, , 188 , 1.4 (anap.); 4.8 τριμμάτων πλῆθος ; 138 ὅπως λαβὼν παρ ἐμοῦ .. σησάμου τέταρτον τρίψῃ μοι .. τ. UPZ 62.21 (ii B. C.); = ἀρωματίζον τόμα ἐν γάμοις πινόμενον ,
2). fragments, μοχλῶν IG 22.1672.303 (τρινματα lapis), cf. 7.3073.165 (Lebad., ii B. C.); scrapings, Nat.Mul. 32 .
III). abrasion, . 13.181