Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τριμελής
τριμέρεια
τριμερής
τριμερίζω
τρίμετρος
τριμηνία
τριμηνιαῖος
τρίμηνος
τριμήσιον
τριμίγματος
τριμίσκον
τριμιτάριος
τριμίτινος
τρίμιτος
τρῖμμα
τριμμάτιον
τριμματολογέω
τριμμός
τριμναῖος
τρίμνους
τρίμνως
View word page
τριμίσκον
τριμίσκον· ίμάτιον , Ἀσπένδιοι, Hsch. (Cf. τρίμιτος; fort. τριμιτίσκος.)


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τριμίσκον
Headword (normalized):
τριμίσκον
Headword (normalized/stripped):
τριμισκον
IDX:
105036
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-105037
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τριμίσκον·</span> <span class="itype greek">ίμάτιον</span> <span class="foreign greek">, Ἀσπένδιοι,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (Cf. <span class="foreign greek">τρίμιτος;</span> fort. <span class="foreign greek">τριμιτίσκος.</span>)</div><br><br>'}