Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
τρικτυαρχέω
τρίκτυπος
τρικτύς
τρικύαθος
τρίκυζα
τρικυλίνδητος
τρικύλιστος
τρικυμία
τρικώλιος
τρίκωλος
τρικώμαρχος
τρικωμία
τρίκωμος
τριλάγυνος
τρίλεκτος
τρίλινος
τρίλλιστος
τρίλοβος
τριλογέω
τριλογία
τριλοφία
View word page
τρικώμαρχος
τρῐκώμ-αρχος
,
ὁ
, apparently,
A).
chief official of a
τρικωμία,
IG
22.1213
.
ShortDef
chief official of a τρικωμία
Debugging
Headword:
τρικώμαρχος
Headword (normalized):
τρικώμαρχος
Headword (normalized/stripped):
τρικωμαρχος
IDX:
105009
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-105010
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τρῐκώμ-αρχος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, apparently, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">chief official of a</span> <span class="foreign greek">τρικωμία,</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 22.1213 </span>.</div> </div><br><br>'}