Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τρικοτυλιαῖος
τρικότυλος
τρίκουρος
τρίκρανος
τρικράσπεδος
τρίκροος
τρίκροτος
τρίκτειρα
τρικτυαρχέω
τρίκτυπος
τρικτύς
τρικύαθος
τρίκυζα
τρικυλίνδητος
τρικύλιστος
τρικυμία
τρικώλιος
τρίκωλος
τρικώμαρχος
τρικωμία
τρίκωμος
View word page
τρικτύς
τρικτύς,
A). v. τριττύα.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τρικτύς
Headword (normalized):
τρικτύς
Headword (normalized/stripped):
τρικτυς
IDX:
105001
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-105002
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τρικτύς</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">τριττύα.</span> </div> </div><br><br>'}