Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τρίκορυς
τρικόρυφος
τρικόρωνος
τρικοτυλιαῖος
τρικότυλος
τρίκουρος
τρίκρανος
τρικράσπεδος
τρίκροος
τρίκροτος
τρίκτειρα
τρικτυαρχέω
τρίκτυπος
τρικτύς
τρικύαθος
τρίκυζα
τρικυλίνδητος
τρικύλιστος
τρικυμία
τρικώλιος
τρίκωλος
View word page
τρίκτειρα
τρίκτειρα, τρίκτευα, τρίκτοια,
A). v. τριττύα.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τρίκτειρα
Headword (normalized):
τρίκτειρα
Headword (normalized/stripped):
τρικτειρα
IDX:
104998
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-104999
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τρίκτειρα</span>, <span class="orth greek">τρίκτευα</span>, <span class="orth greek">τρίκτοια</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">τριττύα.</span> </div> </div><br><br>'}