Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τρίκλινος
τρίκλυστος
τρίκλωνος
τρίκλωστος
τρίκογχος
τρικόκκια
τρίκοκκος
τρικόλλυβον
τρικόλουρος
τρικόλωνος
τρικόνητος
τρίκορος
τρικόρυθος
τρίκορυς
τρικόρυφος
τρικόρωνος
τρικοτυλιαῖος
τρικότυλος
τρίκουρος
τρίκρανος
τρικράσπεδος
View word page
τρικόνητος
τρι-κόνητος, ον,
A). thrice descerving to be killed, Hsch.; cf. ἐπικονέω, κονή.


ShortDef

thrice descerving to be killed

Debugging

Headword:
τρικόνητος
Headword (normalized):
τρικόνητος
Headword (normalized/stripped):
τρικονητος
IDX:
104985
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-104986
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τρι-κόνητος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">thrice descerving to be killed,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>; cf. <span class="foreign greek">ἐπικονέω, κονή.</span> </div> </div><br><br>'}