Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τρικέφαλος
τρίκκος
τρικλαρία
τρικλιναρχία
τρικλινιάρχης
τρικλινικός
τρικλίνιον
τρίκλινος
τρίκλυστος
τρίκλωνος
τρίκλωστος
τρίκογχος
τρικόκκια
τρίκοκκος
τρικόλλυβον
τρικόλουρος
τρικόλωνος
τρικόνητος
τρίκορος
τρικόρυθος
τρίκορυς
View word page
τρίκλωστος
τρί-κλωστος, ον,
A). thricespun, three-twisted, of a line, AP 6.109 (Antip.).


ShortDef

thrice-spun, three-twisted

Debugging

Headword:
τρίκλωστος
Headword (normalized):
τρίκλωστος
Headword (normalized/stripped):
τρικλωστος
IDX:
104978
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-104979
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τρί-κλωστος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">thricespun, three-twisted,</span> of a line, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AP</span> 6.109 </span> (Antip.).</div> </div><br><br>'}